φωτογραφίες: Αργύρης Λιόσης
Η βραδιά στο ανοιχτό, ατμοσφαιρικό Universe Club έμοιαζε ειδυλλιακή, με τη θερμοκρασία στα κατάλληλα επίπεδα, με το ανεπαίσθητο αεράκι να ταράζει την αίσθηση γαλήνης, κι ένα σχεδόν μισό γήινο φεγγάρι να καρφώνεται πάνω από τη σκηνή σαν προοικονομία για τον ρομαντικό ψυχισμό της βραδιάς.

Η διοργάνωση άψογη, ο χώρος γεμάτος αλλά όχι ασφυκτικός, και το κοινό σε μια ιδανική διάθεση προσμονής για τους All Them Witches.

Όμως πριν απ’ αυτό, η σκηνή ανήκε στους The Steams.
Η μπάντα ανέβηκε με έναν αέρα γνώριμο αλλά ταυτόχρονα βαθιά εσωτερικό. Από τις πρώτες νότες φάνηκε ότι επρόκειτο για μια τελετή κάθαρσης. Οι The Steams προσέγγισαν τη μουσική τους με έναν διονυσιακό τρόπο, αφήνοντας τις συνθέσεις να αναπνέουν, να απλώνονται, να κυλούν σαν υπόγειος ποταμός που κάποια στιγμή γυρεύει έκρηξη. Η ψυχεδέλεια τους δεν είναι παραισθησιογόνος για εντύπωση, αλλά βαθιά, ολιστική, σχεδόν φυλετική. Το ethnic στοιχείο, σαν απόηχος από παλιούς σκοπούς και δρόμους της Ανατολής μπλέχτηκε αρμονικά με μια 60s acid rock αισθητική που δεν είχε τίποτα το αναχρονιστικό.

Το αποτέλεσμα;
Μια εμπειρία “εντός” και “εκτός” χρόνου ταυτόχρονα.

Ρυθμοί υπνωτικοί, κιθάρες που άγγιζαν εκείνο το λεπτό όριο ανάμεσα στη μελωδία και την ψυχεδελική διάλυση, και φωνές που έμοιαζαν να μονολογούν περισσότερο προς τα μέσα παρά προς το κοινό. Και όμως, η σύνδεση με τον κόσμο μπροστά τους ήταν απόλυτη, όχι μέσα από άμεσες εκκλήσεις ή χειρονομίες, αλλά μέσα από το συλλογικό βίωμα του να αφήνεσαι. Κάποια στιγμή, η μουσική δεν ακουγόταν, συνέβαινε.

Όμως προς το τέλος, εκεί όπου η χαρμολύπη είχε ήδη γίνει η πιο χαρακτηριστική συναισθηματική σφραγίδα της βραδιάς, ήρθε η ανακοίνωση, ότι ο Πάνος Δημητρόπουλος αποχωρεί από τη μπάντα. Δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη μέσα στο παίξιμο. Καμία ρωγμή, καμία “σκιά”. Αντιθέτως, οι The Steams εμφανίστηκαν δεμένοι, μεστοί, σαν ένα σώμα που αναπνέει με έναν πνεύμονα και σκέφτεται με μία καρδιά.

Κι αυτό είναι ίσως το πιο όμορφο.
Να τελειώνει κάτι στο φως.
Με αγκαλιές, χαμόγελα, ευγνωμοσύνη.
Όχι από φθορά, αλλά από πληρότητα.
Σε μια εποχή όπου οι περισσότερες μπάντες διαλύονται μέσα από κούραση, ένταση ή σύγκρουση, οι The Steams έδωσαν το αντίθετο παράδειγμα, μια τελεσίδικη ομορφιά. Μια ιστορία που κλείνει όταν έχει ειπωθεί ολοκληρωμένα.

Και κάτω από εκείνο το φεγγάρι, ήταν αδύνατο να μην το νιώσεις.
Ότι κάτι τελείωσε όπως ακριβώς έπρεπε.

Αν οι The Steams μας προετοίμασαν για ένα τελετουργικό, οι All Them Witches ήρθαν για να το ολοκληρώσουν. Από το εισαγωγικό του “War Pigs” και την πρώτη νότα ήταν φανερό πως η μπάντα δεν ήρθε απλώς να παίξει τραγούδια μόνο, ήρθε να πλάσει μια εμπειρία, ένα βίωμα λυσεργικής εμβάπτισης μέσα σε χρώματα, συχνότητες και συναισθηματικά αντανακλαστικά που λειτουργούν πέρα από το λογικό.

Η ψυχεδελική τους προσέγγιση δεν ήταν επιφανειακή, δεν υπήρχε κανένα “τρικ”, κανένα εξαναγκασμένο layering. Οι All Them Witches αφήνουν τη μουσική να στήνει το σκηνικό από μόνη της. Το acid στοιχείο υποβόσκει αλλά ποτέ δεν μένει υπόγειο, καθώς διοχετεύεται τελικά σε βαριά, bluesy riffs που σκάβουν βαθιά στο σώμα, σαν να θέλουν να εξορύξουν κάτι κρυμμένο από μέσα μας.

Οι μπασογραμμές, με εκείνη τη χαρακτηριστική ρευστότητα, πατούσαν πάνω σε μια ηχώ που φέρνει κατευθείαν στο μυαλό τον Roger Waters, όχι με την έννοια της μίμησης, αλλά σαν να αγγίζεις μια κοινή πηγή, ένα αρχέτυπο. Παράλληλα, τα πλήκτρα λειτουργούσαν σαν χρονομηχανή, με εκείνο το παλαιομοδίτικο, warm και κάπως ξεθωριασμένο ηχόχρωμα, σαν βινύλιο που έχει παιχτεί ξανά και ξανά, μεταφέροντάς σε δεκαετίες πίσω, σε αίθουσες θολές από καπνό και αργά φώτα.

Μιλώντας για φώτα, ο φωτισμός λειτούργησε σαν πέμπτο μέλος.
Σταγόνες ψυχεδέλειας έλουζαν τη σκηνή, μεταμορφώνοντας τις συνθέσεις σε οντότητες, και όχι απλώς τραγούδια, αλλά τοπία.
Και ύστερα τα τύμπανα.

Εκεί βρισκόταν ένα από τα πιο δυνατά σημεία της βραδιάς κατ’εμέ. Ρευστά αλλά στιβαρά, ευέλικτα αλλά ακριβή.
Κάτι σαν το “be water” του Bruce Lee, όχι απλώς ρυθμός, αλλά ροή, εξέλιξη, σωματικότητα που διαπερνά τη μουσική σαν νερό που βρίσκει πάντα τη διέξοδό του.
Όσο προχωρούσε το set, οι συνθέσεις άρχισαν να μεγαλώνουν, να απλώνονται και να ανοίγουν χώρους.

Αυτό δεν είναι τυχαίο, διότι πλέον η μπάντα έχει ωριμάσει. Έχει καταλάβει ότι δεν χρειάζεται να γεμίσει τη μουσική με πράγματα για να γεμίσει έναν χώρο. Η μουσική της είναι ήδη αρκετά μεγάλη από μόνη της, και πλέον γεμίζει οποιοδήποτε stage, από club μέχρι ανοιχτό χώρο, με την ίδια φυσικότητα.

Οι All Them Witches κινήθηκαν ανάμεσα σε δομή και αυτοσχεδιασμό, φτάνοντας σε εκείνη την περιοχή όπου το jam δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά φυσική επέκταση του τραγουδιού. Ήταν η στιγμή όπου όλοι όσοι βρισκόμασταν από κάτω, κοιτώντας τη σκηνή και το φεγγάρι να αιωρείται πιο πάνω, νιώσαμε ότι ταξιδεύουμε μαζί τους.

Και αυτό, τελικά, είναι κάτι που λίγες μπάντες μπορούν να κάνουν.
Όχι να παίξουν καλά.
Αλλά να μετατοπίσουν τον χώρο και τον χρόνο, έστω για λίγο.
Την Τρίτη το βράδυ στο Universe Club, οι All Them Witches το κατάφεραν.
Και το νιώσαμε όλοι.
