
Cover Photo: Βαγγέλης Γιαννακόπουλος
Αν και το παρόν κείμενο θα φιλοξενηθεί στην στήλη “πήγαμε τζάμπα σε live”, η αλήθεια είναι ότι κάναμε το καθήκον μας απέναντι στη μοναδική Beth Gibbons και πληρώσαμε το αντίτιμο του εισιτηρίου, χωρίς να υπάρξουν δεύτερες σκέψεις, και απολαύσαμε αυτό το μοναδικό αλισβερίσι ήχων, συναισθημάτων και στιγμών στην κορυφή του λυκαβηττού.
Η σιωπή πριν το πρώτο φως.
Στον ιδανικά γεμάτο Λυκαβηττό, λίγα λεπτά πριν εμφανιστεί η Beth Gibbons, μπορούσες σχεδόν να ακούσεις την ανάσα του λόφου και το λαχάνιασμα των προσκυνητών. Ήταν από εκείνες τις βραδιές που δεν μοιάζουν με συναυλίες, αλλά με τελετουργίες κι όταν η φωνή της Beth αντήχησε για πρώτη φορά, όλα επιβεβαιώθηκαν.
Προωθώντας το νέο, προσωπικό της άλμπουμ, μια δουλειά εσωτερική, θαμπά όμορφη, σαν φιγούρα σε παλιό καθρέφτη η Gibbons χάρισε στο αθηναϊκό κοινό μια εμπειρία σχεδόν εξωσωματική.
Παρέμεινε αγέρωχη, αγέραστη, με την ίδια αινιγματική αύρα που την περιέβαλε πάντα, ένα φως που δεν σβήνει ούτε με τον χρόνο ούτε με τις απουσίες.
Η φωνή της ήταν αψεγάδιαστη. Κάθε λέξη έβγαινε σαν ανάσα που κουβαλάει μνήμες δεκαετιών, με καθαρότητα σχεδόν playback, μα ταυτόχρονα σπαρακτική από τη ζωντανή της ένταση. Η μπάντα της λιτή, αποστασιοποιημένη την έντυσε με υφές σκοτεινές, ambient και neoclassical, αφήνοντας τον ήχο να απλώνεται σαν καπνός κάτω απ’ το φεγγάρι.
Το κοινό, συγκινημένο αλλά σιωπηλό, παραδόθηκε στην ατμόσφαιρα.
Οι στιγμές “Floating on a Moment”, “Rewind” και “Reaching Out”, όπως και τα δύο κομμάτια από την συνεργατική δουλειά με τον Rusty man προκάλεσαν ρίγη, μα η κορύφωση ήρθε αναμενόμενα με τις δύο εμβληματικές διασκευές στους Portishead.
Όταν η Beth ξεκίνησε να τραγουδά “Roads”, ο λόφος πάγωσε.
Δεν ήταν απλώς νοσταλγία, ήταν σαν να βλέπεις την ιστορία να επαναλαμβάνεται με νέα πνοή, πιο ώριμη, πιο γυμνή.
Η κιθάρα βγήκε λιγότερο trip-hop, περισσότερο σκοτεινά blues θα έλεγα, ενώ το φωνητικό της ξέσπασμα στο τέλος άφησε στόματα ανοιχτά.
Σαν συνέχεια το “Glory Box” ακούστηκε σαν αποχαιρετισμός σε έναν κόσμο που δεν ξαναγυρνά. Μια εκτέλεση, απλωμένη στον ουρανό της Αθήνας, που θύμισε πόσο εύθραυστη και ακατανίκητη μπορεί να είναι η ανθρώπινη φωνή.
Η Beth Gibbons δεν είπε πολλά.
Δεν χρειαζόταν.
Με μια παρουσία σχεδόν φανταστική, με βλέμμα στραμμένο προς τα μέσα, απέδειξε ότι παραμένει ιέρεια της συγκίνησης. Κυριακή βράδυ, στον Λυκαβηττό, δεν είδαμε απλώς μια συναυλία, αλλά ήμασταν μάρτυρες ενός προσωπικού καθαρτήριου, συλλογικού και σιωπηλά συγκλονιστικού.
Μία μυσταγωγία στη καρδιά του καλοκαιριού…
