Φωτογραφίες: Βαγγέλης Γιαννακόπουλος
Η ατμόσφαιρα έξω από το Arch Club από νωρίς το βράδυ μύριζε καυτό fuzz και ανυπομονησία η οποία όλο και μεγάλωνε με την αρχική καθυστέρηση. Η τριπλέτα με επικεφαλής όλων τους Dozer προμήνυε ένα desert σκηνικό σε αντιπαραβολή με την υγρασία και την νεφελώδη κατάσταση του καιρού.
Οι Honeybanger άνοιξαν δυναμικά τη βραδιά, και από τις πρώτες νότες έδειξαν πως δεν ήρθαν απλώς να “ζεστάνουν” το κοινό, αλλά να το ταρακουνήσουν.

Με έναν ήχο που έβραζε από 90s ένταση και desert groove, το σχήμα ξεδίπλωσε ένα σετ γεμάτο ενέργεια και ηλιοκαμένα riffs. Τα τύμπανα χτύπαγαν με βαρύτητα, το μπάσο έδινε όγκο και οι κιθάρες έσκαγαν σαν κύματα fuzz πάνω στους τοίχους του Arch.

Το κοινό μπήκε αμέσως στο ρυθμό, με κεφάλια να κουνιούνται, σώματα να λικνίζονται και μια διάχυτη αίσθηση ότι “κάτι ωραίο έρχεται”, με το νέο δίσκο να έχει κυκλοφορήσει ήδη τις στιγμές που γράφονται αυτές οι γραμμές.

Μετά από ένα γεμάτο show από τους Honeybadger, το τσιγ@ρο..ε η σκυτάλη ήθελα να πω πέρασε στους Half Gramme of Soma, που αποδεικνύονται η ευχάριστη συνήθεια που γίνεται κάθε φορά λατρεία, όσο συχνά και χρονικά κοντά να παίζουν.

Η εμπειρία τους και η χαρακτηριστική heavy-psych αισθητική τους, συνέχισαν το χτίσιμο της βραδιάς, και μας ανάγκασαν να ιδρώσουμε μαζί τους. Ίσως όντως οι πετσέτες στο merch να είναι αναγκαίες την επόμενη φορά. Με ήχο πιο ονειρικό, πιο ταξιδιάρικο, αλλά χωρίς να χάνουν σε ένταση, έστησαν ένα ατμοσφαιρικό σετ που ισορροπούσε ανάμεσα στην εκστατική ψυχεδέλεια και το εκρηκτικό groove.

Οι κιθάρες τους ζωγράφιζαν τοπία από αμμόλοφους και καμένα ηλιοβασιλέματα, και άλλες φορές με το heavy sabbath oriented riffing γκρέμιζαν τσιμέντα, ενώ τα γρένζα φωνητικά άλλοτε κυλούσαν σαν ρεύμα ζεστού αέρα και άλλοτε σαν ηλεκτροσόκ. Κομμάτια όπως το “Magnetar”, “Muck & Cheese” μεταξύ άλλων ανέβασαν τον παλμό και προετοίμασαν το κοινό για την είσοδο των θρύλων της βραδιάς.

Κι ύστερα, μετά τις απαραίτητες προετοιμασίες επί σκηνής, οι Dozer επέστρεψαν. Ένα τέταρτο του αιώνα μετά την προηγούμενη εμφάνισή τους στην Ελλάδα, η μπάντα από τη Σουηδία ανέβηκε στη σκηνή και βρήκε μπροστά της ένα σχεδόν γεμάτο Arch Club, έτοιμο να εκραγεί.

Παλιοί γνώριμοι που τους είχαν ζήσει στα πρώτα τους βήματα στάθηκαν δίπλα σε νεότερους φίλους που μόλις τώρα ανακάλυπταν γιατί το όνομα “Dozer” κουβαλά τέτοιο βάρος με ένα σπάνιο μείγμα γενεών που μαρτυρά τη διαχρονικότητα της μπάντας.

Από την πρώτη κιόλας στιγμή, η ενέργεια των Dozer απλώθηκε σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Οι κιθάρες άρχισαν να “σκονίζουν” τον αέρα με desert riffs που έφερναν νοερά την άμμο της Καλιφόρνιας ως τα στενά της Πέτρου Ράλλη. Το μπάσο ακροβατούσε ανάμεσα σε “Blues for the Red Sun” και “Welcome to Sky Valley”, δίνοντας μια ηφαιστειακή ρυθμικότητα που έκανε τα πάντα να πάλλονται.

Ο ήχος της μπότας, βαθύς και ογκώδης, συντονιζόταν με τους καρδιακούς παλμούς του κοινού κι εκείνα τα ακριβή γυρίσματα των ντραμς, ακόμη αντηχούν στα αυτιά μας.

Το setlist κινήθηκε με μαεστρία ανάμεσα στο παλιό και το νέο, με κομμάτια όπως τα “Rings of Saturn”, “Rising”, “The Hills Have Eyes”, και “Supersoul” να προκαλούν εκρήξεις ενθουσιασμού, ενώ τα πιο πρόσφατα κομμάτια ανέδειξαν μια μπάντα ώριμη αλλά ατίθαση, που δεν έχει χάσει ούτε ίχνος από το πάθος και το νεύρο των πρώτων της χρόνων.

Η μπάντα έδειχνε να απολαμβάνει κάθε δευτερόλεπτο με χαμόγελα, αλληλεπιδράσεις και εκείνη την ανόθευτη χαρά που μόνο το live μπορεί να γεννήσει. Το κοινό ανταπέδωσε με ασταμάτητο headbanging, επευφημίες και μια διάχυτη “έκρυθμη κατάσταση” που μετατράπηκε σε ασταμάτητο γλέντι.

Και όταν το ρολόι είχε προ πολλού ξεπεράσει την προγραμματισμένη ώρα λήξης, κανείς δεν ενδιαφερόταν για την καθυστέρηση. Όλοι ήταν πλήρεις με γεμάτους ήχους, fuzz, και την αίσθηση ότι έγιναν μάρτυρες μιας πραγματικής επανασύνδεσης με κάτι αυθεντικό.

Οι Dozer απέδειξαν ότι ο χρόνος μπορεί να κυλά, αλλά ο desert ήχος τους παραμένει αλώβητος. Και το Arch Club, Σάββατο βράδυ, έγινε για λίγες ώρες μια μικρή όαση κάπου ανάμεσα στη Στοκχόλμη και το Joshua Tree.