
Η προτελευταία μέρα του Release Festival μας επεφύλασσε μοναδικές και once in a lifetime εμπειρίες που θα παραμείνουν αναλλοίωτες στο πέρασμα των χρόνων, επιβεβαιώνοντας το ρητό “making memories together”.
Δυστυχώς για τους Lacuna Coil δεν ήμουν πιστός στο ραντεβού μου από την αρχή, παρά μόνο στο τέλος, οπότε δεν μπορώ να εκφράσω σφαιρική άποψη για την εμφάνιση τους.

Εν αντιθέση φυσικά με την εμφάνιση των Βρετανών που τους παρακολούθησα από την αρχή μέχρι το τέλος με αμείωτο ενδιαφέρον. Αν υπάρχει μία μπάντα που ξέρει πώς να μετατρέψει μια συναυλία σε ωμή, συναισθηματική έκρηξη και ταυτόχρονα σε συλλογικό πανηγύρι, αυτή είναι σίγουρα οι While She Sleeps οι οποίοι επέστρεψαν μετά από έξι χρόνια. Η Σαββατιάτικη τους εμφάνιση στο Release Athens Festival 2025 απέδειξε με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο γιατί παραμένουν μία από τις πιο δυναμικές παρουσίες της ευρωπαϊκής, και όχι μόνο, metalcore σκηνής.
Από το πρώτο δευτερόλεπτο του “Systematic”, η ενέργεια ήταν αδιανόητη. Τα breakdowns έσκαγαν σαν σεισμικά κύματα πάνω στη σκηνή, κάνοντας την Πλατεία Νερού να μοιάζει με πεδίο μάχης.

Τα hooky ρεφρέν τύπου “Anti-Social” και “You Are We” δεν άφηναν κανέναν αμέτοχο, είτε τραγουδούσες με υψωμένες γροθιές είτε έχανες την ισορροπία σου από τα ασταμάτητα crowd surfing και τα συνεχόμενα mosh pit.
Η σκηνική παρουσία των Βρετανών ήταν φουλ σε αδρεναλίνη, με τον Lawrence Taylor να καταπίνει τα μέτρα του stage σαν θηρίο σε κλουβί. Αλλά η κορύφωση ήρθε όταν ο ένας κιθαρίστας της μπάντας, ο Sean Long, πήρε την κιθάρα του, κατέβηκε από τη σκηνή και μπήκε ολόκληρος στο mosh pit, παίζοντας μέσα στον χαμό, ενώ το κοινό ούρλιαζε και προσπαθούσε να κρατήσει ισορροπία μέσα στο χάος.
Ήταν μια στιγμή καθαρής αλληλεπίδρασης, εκεί που καταργείται το “εμείς και αυτοί”.

Το setlist ήταν πυκνό, χωρίς περιττά διαλείμματα από το εναρκτήριο “Systematic”,και στη συνέπεια με τα “Silence Speaks”, “The Guilty Party” κάθε κομμάτι έπεφτε σαν σφυριά. Στις πιο καθαρές, sing-along στιγμές, το κοινό έπαιρνε τον ρόλο του έκτου μέλους της μπάντας.
Δεν ήταν απλώς παρόντες, παρά συμμέτοχοι.
Στο τέλος, όταν η μπάντα αποχαιρετούσε, θυμήθηκα παλιότερα λόγια του Lawrence:
”This is not just a show, this is a fucking movement!”
Και είχε απόλυτο δίκιο.
Αν δεν υπήρχε η εμφάνιση των Gojira τότε θα μιλούσαμε για μία καθηλωτική παράσταση από πλευράς While She Sleeps και θα μέναμε εκεί, που και πάλι για αρκετούς κέρδισαν το στοίχημα, όμως ας μην γελιόμαστε οι Γάλλοι δεν άφησαν περιθώρια αμφισβήτησης και δεύτερων σκέψεων.
Η πλατεία νερού έζησε μια μεταφυσική αποθέωση από τους Gojira στο Release Festival, με μια εμφάνιση που λειτούργησε όχι απλώς ως συναυλία, αλλά ως τελετουργικό κάθαρσης, πολιτικής ενδοσκόπησης και βαθιάς οικολογικής αγωνίας. Με έναν ήχο κρυστάλλινα συμπαγή, σχεδόν αψεγάδιαστο, το γαλλικό κουαρτέτο κατάφερε να γεφυρώσει την ωμή μεταλλική δύναμη με το νοηματικό βάθος, προσφέροντας μια βραδιά που θα μνημονεύεται και που με το προοδευτικό και άκρα ρυθμικό metal τους μας βούτηξαν 20.000 λεύγες κάτω από τη φαληρική θάλασσα.

Από το πρώτο riff του “Only Pain”που δεν είχε ακουστεί live από το 2018 που άνοιξε το set, μας κόπηκε η ανάσα, λειτουργώντας σαν σεισμική προειδοποίηση.
Ο συνδυασμός του βαρέως groove και της σπαρακτικής φωνής του Joe Duplantier, που πηγαινοέρχοταν αβίαστα ανάμεσα σε καθαρές μελωδίες και εκκωφαντικά growls, δημιούργησε μια παράδοξη αίσθηση σαν να σε τραβάνε προς τα έγκατα, αλλά με στοχασμό και όχι ωμότητα. Κάθε κομμάτι κούμπωνε ηχητικά σαν γρανάζι σε μηχανή πολέμου, από το αλύγιστο “The Axe” μέχρι το ασήκωτο “Backbone”.
Αν όμως υπήρχε κάποιος που έκλεψε την παράσταση, αυτός ήταν φυσικά ο Mario Duplantier, όπου στα δικά μου αυτιά ηχούσε σαν μετενσάρκωση του Gene Hoglan.. Στο “Stranded” και κυρίως στο “Born for One Thing”, η δίκαση του έμοιαζε με διατρητικό τρυπάνι που τρυπούσε το έδαφος της πλατείας νερού.Τα fills του είναι έργα τέχνης, γεωμετρικά δομημένα, σχεδόν μαθηματικά, αλλά ταυτόχρονα με εκρηκτική συναισθηματική φόρτιση.

Δεν έπαιζε απλά τύμπανα αλλά επικοινωνούσε με τον δικό του κρουστικό κώδικα, την δική του γλώσσα.
Δεν ήταν μόνο ο ήχος, όμως. Τα οπτικά εφέ δεν λειτούργησαν σαν απλά φώτα παρά είχαν “φιλοσοφική” υφή αποτελούμενα από ανθρώπινα σχέδια, δέντρα που μαραίνονται, βιομηχανικά τοπία που διαλύονται σε fractals. Στο “Flying Whales”, οι φάλαινες χόρευαν σε ένα υδάτινο σύμπαν φτιαγμένο από data, ενώ στο “Amazonia”, ολόκληρο το stage βούτηξε σε πύρινα χρώματα και καπνό, με στιγμιότυπα από αποψιλωμένα δάση και αυτόχθονες λαούς να δημιουργούν μια οικολογική κραυγή απελπισίας.
Το “The Chant”, με τον επαναληπτικό του ρυθμό και την τελετουργική προσέγγιση, λειτούργησε σαν ψαλμός αντίστασης, ενώ στο “Another World” το κοινό σχεδόν σταμάτησε να αναπνέει βλέποντας την αντίθεση ανάμεσα στον αποστειρωμένο τεχνολογικό κόσμο και το θρυμματισμένο φυσικό περιβάλλον

Το set είχε κι εκπλήξεις, με το “From the Sky”, που δεν είχε παιχτεί από το 2009, να επιστρέφει δυναμικά, επιβεβαιώνοντας ότι οι Gojira μπορούν να ξαναπιάσουν τις πιο χαοτικές και death metal ρίζες τους με τρομακτική ακρίβεια. Η παραδοσιακή απόδοση του “Mea culpa (Ah! Ça ira!)” έφερε μια ιστορική χροιά σχεδόν σαν μουσικό διάγγελμα.
Και φυσικά έπεται και συνέχεια με την guest εμφάνιση του Rob Flynn και την ιερή ένωση των δύο groove θεών.
Στο encore, μετά το “L’enfant sauvage”, οι Gojira απέδωσαν φόρο τιμής στους Black Sabbath με ένα αργόσυρτο, σκοτεινό medley του “Under the Sun/Every Day Comes and Goes”.

Αλλά το αποκορύφωμα ήταν η εμφάνιση του Robb Flynn των Machine Head στο “Territory” των Sepultura. Έχοντας γιορτάσει τα γενέθλιά του την προηγούμενη μέρα, ο Flynn εμφανίστηκε σαν καταλύτης, δίνοντας μια thrash/groove ενέργεια που έκανε το κοινό να εκραγεί. Το stage μετατράπηκε σε πεδίο μάχης με δύο γενιές ηχητικών επαναστατών ενωμένες σε μία ιαχή οργής.

Οι Gojira δεν έπαιξαν απλώς ένα headline set. Έστησαν έναν καθρέφτη μπροστά μας και μας ανάγκασαν να δούμε. Τη φύση που χάνουμε. Τη βία που αποδεχτήκαμε. Τη σιωπή που γίνεται συνενοχή. Και όλα αυτά με έναν ήχο τόσο μεστό, τόσο “ανθρώπινα μηχανικό”, που σου υπενθύμιζε ότι η τέχνη μπορεί ακόμα να είναι όπλο.
Το “Vacuity” έκλεισε τη βραδιά όπως της άξιζε με μια μαύρη τρύπα νοήματος, μια στιγμή απόλυτης σιγής μέσα στο χάος.
