Από τα τέλη της δεκαετίας του ’90, οι High On Fire έχουν καταφέρει να σταθούν σε μια σπάνια ισορροπία. H μουσική τους είναι ωμή αλλά πειθαρχημένη, σκληρή χωρίς να γίνεται χαοτική και άρτια χωρίς ίχνος ματαιοδοξίας. Το τρίο από την Καλιφόρνια, με σταθερό πυρήνα τον Matt Pike, δημιούργησε έναν ήχο που δεν χρειάζεται αναφορές για να σταθεί, είναι αναγνωρίσιμος από τις πρώτες νότες.
Ο Pike, κιθαρίστας και φωνή της μπάντας, λειτουργεί σαν κινητήρια δύναμη και ταυτόχρονα σαν σημείο αναφοράς. Στην κιθάρα του συνδυάζει την ενέργεια του live με έναν σχεδόν τελετουργικό ρυθμό παιξίματος. Κάθε riff φαίνεται να γεννιέται από το ίδιο του το σώμα, όχι από τεχνικές γνώσεις. Η φωνή του, τραχιά και καθημερινή, οδηγεί τη μελωδία κάτι το οποίο δεν συναντάμε συχνά. Υπάρχει μια φυσικότητα στο πώς μεταφέρει την ένταση, σαν να είναι απλώς η φωνή που θα είχε αυτός ο ήχος αν μπορούσε να μιλήσει.
H δισκογραφία τους δείχνει μια μπάντα που δεν κυνηγάει την τελειότητα αλλά την αλήθεια μέσα στο παίξιμο. Κάθε κομμάτι χτίζεται γύρω από έναν ρυθμό που θυμίζει κίνηση μηχανής ή αναπνοή.
Η πορεία των High On Fire ξεκίνησε με το “The Art of Self Defense” (2000), έναν ωμό και αυθόρμητο δίσκο που θέτει τα θεμέλια του ήχου τους. Με το Surrounded by Thieves” (2002) αποκτούν κατεύθυνση και αυτοπεποίθηση, ενώ το “Blessed Black Wings” (2005) αποκαλύπτει τη δύναμη και την ακρίβεια που τους χαρακτηρίζουν. Το ‘Death Is This Communion”(2007) φέρνει πιο εσωτερική διάθεση και το “Snakes for the Divine” (2010) διευρύνει τον ήχο τους με πιο γεμάτες και ανοιχτές συνθέσεις. Το “De Vermis Mysteriis”(2012) τους βρίσκει στο απόγειο της συνοχής τους, ενώ το “Luminiferous” (2015) εξερευνά ακόμα πιο εσωτερικά μονοπάτια. Με το “Electric Messiah” (2018), οι High On Fire φτάνουν σε ένα ώριμο και ολοκληρωμένο σημείο. Είναι ένας δίσκος που συμπυκνώνει δύο δεκαετίες αφοσίωσης, με τον Matt Pike να αποδεικνύει ότι η αλητεία και η πνευματικότητα μπορούν να συνυπάρχουν στον ίδιο ήχο.
Ο Matt Pike είναι ένας μουσικός που μοιάζει να μην ξεχωρίζει τη ζωή του από τη μουσική του. Ό,τι κουβαλάει, βγαίνει μέσα από τις χορδές του. Δεν ακολουθεί κάποιο συγκεκριμένο ρεύμα αλλά δημιουργεί τον δικό του κόσμο, όπου ο ήχος είναι τρόπος επιβίωσης. Κάθε riff του λειτουργεί σαν δήλωση πίστης στο τρίπτυχο: απλός, έντονος, ανθρώπινος.
Σήμερα, μετά από πάνω από δύο δεκαετίες, οι High On Fire συνεχίζουν να παίζουν με την ίδια φυσική ορμή που είχαν από την αρχή. Δεν υπάρχει τίποτα ρομαντικό στη συνέπειά τους. Είναι απλώς η συνέπεια ενός ανθρώπου που έχει βρει τον τρόπο να εκφράζεται και δεν νιώθει την ανάγκη να τον αλλάξει και τη Τρίτη 11 Νοεμβρίου θα γίνουμε μάρτυρες αυτής της διαδρομής στο Kyttaro Live Club.
