Φωτογραφίες: Βαγγέλης Γιαννακόπουλος
Το Gazarte από νωρίς έφερε μια υπόγεια ένταση, σαν κάτι να δονείται στον χώρο πριν ακόμα αρχίσει το live. Οι Lungs ανέβηκαν στη σκηνή, με την φήμη τους για εκρηκτικά live να προηγείται, και παρόλο που δεν τους είχα δει μέχρι πρότινος, χάρηκα που είδα γνώστες φυσιογνωμίες από την εγχώρια σκηνή και μπάντες όπως οι CHiCKN, The Steams και Bastard Sword μεταξύ άλλων, κάτι που με προϊδέασε σε υπερθετικό βαθμό.

Από τις πρώτες νότες έγινε ξεκάθαρο πως η μπάντα δεν αντιμετωπίζει τη 70s ψυχεδέλεια ως αισθητική επιλογή ή στιλιστικό δάνειο. Αντιθέτως, την επαναφέρει ως βίωμα, ως κάτι θαμμένο στο συλλογικό υπέδαφος, σαν ίχνος μνήμης που ακόμα καίει.

Η σκιά των Aphrodite’s Child, με τον ενσαρκωμένο Ντέμη Ρούσσο στο τραγουδιστή, και των Πελόμα Μποκιού διαλύθηκε στην αίθουσα όχι ως νοσταλγική αναφορά, αλλά σαν να ανασυρόταν μια διαδρομή που ήταν πάντα εδώ. Μελωδίες κοσμικές, στίχοι εσωτερικοί, ηλεκτρικά κύματα που έμοιαζαν να εκτελούν τελετουργία.

Τα διονυσιακά κρουστά λειτούργησαν ως ρυθμική έκσταση, όχι απλή συνοδεία, επαναληπτικά, σωματικά, σαν καρδιά που μεγαλώνει τον παλμό της μέχρι να συντονιστούν όλοι μαζί τους, κάτι που επετεύχθη. Οι κιθάρες, άλλοτε καθαρές κι άλλοτε “σκονισμένες”, άνοιγαν ατμοσφαιρικά ηχητικά τοπία από δασώδεις περιοχές μέχρι ασβεστωμένα σοκάκια. Και πάνω σε αυτό, η ελληνόφωνη φωνή λειτούργησε σαν ψαλμωδία, σαν αφήγηση δρόμου.

Η οργανική πτυχή της μπάντας, μια folk Americana οπτική, δημιουργούσε την εικόνα του περιπλανώμενου αφηγητή που δεν ανήκει στους δρόμους της Αριζόνα αλλά στα μονοπάτια της Πίνδου, στα νησιά, σε χωματόδρομους που οδηγούν σε παλιά ξωκλήσια. Έτσι, με μία δόση χιούμορ, θα μπορούσε κανείς να ονομάσει αυτό το υβρίδιο Folk Ελληνικάνα, μια μουσική που περνάει από τη Δύση, αλλά επιστρέφει φτιαγμένη από ήλιο, πέτρα και καμπαναριά.

Οι Lungs δεν εμφανίζονται αποκομμένοι, συνομιλούν με τη σύγχρονη ψυχεδελική ελληνόφωνη σκηνή. Η επέκταση του ρυθμού σε ψυχικό τοπίο θυμίζει Dury Dava, η βιολογική αμεσότητα παραπέμπει στους koonoopomana, και η ομιχλώδης λαϊκή μυσταγωγία αγγίζει στοιχεία των The Steams και των Raw in Sect, σε άμεση συσχέτιση με τους The Mars Volta, Protomartyr και την Yma Sumac. Όμως τίποτα από αυτά δεν λειτουργησε ως απλή συγγένεια. Οι Lungs διαμορφώσαν τη δική τους τελετουργική γλώσσα, όπου ο ήχος έχει στόχο να αλλάξει τη θερμοκρασία στο σώμα του ακροατή.

Οι Lungs επιβεβαίωσαν την φημολογία που επικρατούσε και μας κέρδισαν αποσπώντας το χειροκρότημα στο τέλος της βραδιάς, δίνοντας τη σκυτάλη στους The Ex οι οποίοι ανέβηκαν σε μία σκηνή ήδη αναμμένη και φορτισμένη.
Αν οι Lungs έφεραν στο Gazarte την ανάσα μιας ψυχεδέλειας αρχέγονης, υπόγειας και σχεδόν τελετουργικής, οι The Ex ανέβηκαν στη σκηνή σαν το αντίθετο άκρο του ίδιου κύκλου, με μια ψυχεδέλεια ανασκαμμένη μέσα από τον θόρυβο, τον παλμό και την αχανή ελευθερία του post-punk. Εκεί που οι Lungs άνοιξαν διαδρομές μέσα σε πέτρινα μονοπάτια και αρχέγονες μνήμες, οι Ολλανδοί ενεργοποίησαν το παρόν με έναν ηλεκτρισμό σχεδόν σωματικό, σαν να έπιανες καλώδιο γυμνό. Και όμως, οι δύο μπάντες, όσο διαφορετικά κι αν προσέγγισαν την ψυχεδέλεια, συναντήθηκαν στην ίδια έκσταση, εκεί όπου ο ήχος δεν “παίζεται”, αλλά μεταβάλλει θερμοκρασίες, ανάσες και ρυθμούς σώματος.

Με σχεδόν σαράντα χρόνια πορείας, οι The Ex δεν εμφανίστηκαν ως βετεράνοι που αναπαράγουν υλικό. Ήρθαν ως ζωντανός οργανισμός, ακονισμένος, ευέλικτος και ανήσυχος. Ο τρόπος που κινούνταν πάνω στη σκηνή, ο τρόπος που τα βλέμματα και τα νεύματα λειτουργούσαν σαν κώδικας, έδειχνε κάτι που λίγες μπάντες διατηρούν μετά από δεκαετίες, με το συνεργατικό πνεύμα ως μορφή ζωής. Δεν ήταν τέσσερις μουσικοί αλλά ήταν ένα σώμα με πολλά και διαφορετικά άκρα.

Ο ήχος τους, φαινομενικά ωμός, χτιζόταν με την ακρίβεια χειρουργικής τομής. Post-punk γραμμές μετατοπισμένες σε noise-punk δίνες, ρυθμικά μοτίβα που περισσότερο χτυπούσαν παρά συνόδευαν, κιθάρες που δεν “έπαιζαν” αλλά χάραζαν χώρο.
Και από εκεί, η πειραματική πλευρά, ποτήρια πάνω σε χορδές, βούρτσες που βρήκαν θέση εκεί που δεν θα έπρεπε, δοξάρια που έκοβαν το feedback σαν να τεμαχίζουν φως. Ένα ελεγχόμενο χάος, δουλεμένο, σχεδόν μαθηματικό, αλλά ταυτόχρονα με θράσος, με την αυθάδεια της στιγμής.

Εδώ βρίσκεται και το meeting point της βραδιάς, οι Lungs αναζήτησαν τη ψυχεδέλεια ως μνήμη και οι The Ex ως ηλεκτρική ρωγμή. Όμως και οι δύο έστησαν έναν ήχο που λειτουργούσε ως διεύρυνση συνείδησης, όχι ως ύφος. Κοινή τελετουργία, διαφορετικά μονοπάτια.

Δεν θα ξεχωρίσω κανέναν από τους τέσσερις, όχι επειδή δεν υπήρχαν στιγμές που η κιθάρα ξέσπασε σαν σεισμικό ρήγμα ή επειδή τα τύμπανα δεν έστησαν ρυθμικές χορογραφίες. Αλλά επειδή οτιδήποτε κι αν απομονώσεις, αδικεί τη συνολική εικόνα. Οι The Ex δεν λειτουργούν με πρωταγωνιστικούς ρόλους, παρά λειτουργούν με αέναη κίνηση, και αυτή η κίνηση, την Κυριακή, ήταν κεραυνική.

Το σετ δεν ήθελε να τελειώσει, και πράγματι δεν τελείωσε όταν “έπρεπε”. Τα δέκα κομμάτια έγιναν έντεκα και μετά δώδεκα, με encore που έμοιαζαν όχι με επιστροφή, αλλά με φυσική συνέχεια μιας παλίρροιας που δεν είχε καταλαγιάσει ακόμα. Θα θέλαμε περισσότερα, αλλά τα ωραία σταματούν για να ξεκινήσουν τα επόμενα.

Στα πλαίσια της συλλογικής εικόνας, σαν μια μικρή, αλλά σημαντική παρατήρηση, οι λογικές τιμές στο merch stand. Βινύλιο στα 20 ευρώ, ποιοτικό, προσιτό, χωρίς την συνηθισμένη ανοδική πορεία των τιμών. Αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο, και όπως αποδείχθηκε από το γεγονός ότι εξαφανίστηκαν όλα…το εκτίμησε και το κοινό.

Στο τέλος, οι The Ex μας ευχαρίστησαν με ειλικρινή χαρά, συγκίνηση, και πρόσκληση για μπύρα, όχι σαν χειρονομία PR, αλλά σαν φυσική συνέχεια μιας σχέσης που για κάποιους μόλις δημιουργήθηκε, ενώ για άλλους κρατά χρόνια.
