Φωτογραφίες: Βαγγέλης Γιαννακόπουλος
Η βραδιά το Σάββατο στο Gagarin 205 είχε εκείνη την ένταση που προμηνύει θύελλα. Από νωρίς, το κοινό μαζευόταν πυκνό, φορτισμένο, έτοιμο να υποδεχτεί τους Σουηδούς θρύλους του thrash, αλλά και να στηρίξει τη νέα ελληνική γενιά που στέκεται χωρίς φόβο δίπλα τους. Οι I.See.Red ήταν αυτοί που πρώτοι έριξαν τη σπίθα και μέσα σε λίγα λεπτά, η σκηνή μετατράπηκε σε πεδίο μάχης.

Από το πρώτο riff, η μπάντα απέδειξε γιατί θεωρείται μία από τις πιο υποσχόμενες μπάντες του ελληνικού μοντέρνου metal. Ο ήχος τους μια φονική σύντηξη groove, thrash και metalcore στοιχείων ξέσπασε με ακρίβεια και ορμή, ενώ τα φωνητικά ισορροπούσαν μεταξύ ωμής επιθετικότητας και σχεδόν hardcore ρυθμικής εκφοράς. Οι κιθάρες χτύπαγαν κοφτά, με ακρίβεια, δημιουργώντας ένα τείχος ήχου που έλιωνε τα αυτιά με τρόπο σχεδόν καθαρτικό.

Η σκηνική παρουσία τους ήταν γεμάτη ένταση, ιδρώτα, νεύρο και συνεχής κίνηση. Ο frontman δεν σταμάτησε λεπτό, ουρλιάζοντας με το μικρόφωνο στο στόμα σαν να έβγαζε ο ίδιος το θυμό όλης της επί σκηνής παρέας. Η head banging ανησυχία στον κοινό ξεκίνησε ήδη από το πρώτο κομμάτι, και διατηρήθηκε μέχρι το τέλος.

Ο ήχος, καθαρός και σφιχτός, ανέδειξε τη δεμένη τους δομή και επιβεβαίωσε ότι οι I.See.Red δεν είναι πια απλά “μια καλή εγχώρια μπάντα”, αλλά ένα συγκρότημα που θα μπορούσε να σταθεί επάξια σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή σκηνή του είδους.
Συνολικά, οι I.See.Red παρέδωσαν ένα πύρινο opening set, γεμάτο αυτοπεποίθηση, νεύρο και μουσική ωριμότητα, και δεν έπαιξαν απλώς “πριν τους μεγάλους”, άλλα έδειξαν πως ανήκουν ήδη στην ίδια σκηνή.

Μετά το εκρηκτικό ξεκίνημα των I.See.Red, οι AMKEN ανέβηκαν στη σκηνή του Gagarin 205 μέσα σε χειροκροτήματα, αποφασισμένοι να επιβεβαιώσουν το status που έχουν χτίσει τα τελευταία χρόνια. Από το πρώτο δευτερόλεπτο, η μπάντα έδειξε πως βρίσκεται σε δαιμονιώδη κατάσταση, σε φάση όπου κάθε μέλος λειτουργεί με ακρίβεια, πάθος και αυτοπεποίθηση, και ο ήχος προκύπτει σαν φυσική έκρηξη.

Το κουαρτέτο έστησε ένα wall of sound, με τις κιθάρες να σαρώνουν, τα φωνητικά του Βάνια να ξεσκίζουν τον αέρα και τον Χάρη στα τύμπανα να παίζει με μια ένταση που φλέρταρε με την παραφροσύνη. Οι AMKEN είναι πλέον ένα σύνολο σε peak form, δεμένοι, αποφασισμένοι και με μια καθαρή αίσθηση προσανατολισμού. Κάθε riff, κάθε break, κάθε tempo change ήταν μελετημένο, χωρίς όμως να χάνεται η αίσθηση του ενστίκτου που κάνει το thrash τους να μοιάζει οργανικό και επιθετικό.

Κι όμως, παρότι ο ήχος τους χτύπαγε με δύναμη και το performance ήταν αψεγάδιαστο, το κοινό φάνηκε κάπως διστακτικό. Ο κόσμος σαφώς το διασκέδαζε, φώναζε, χειροκροτούσε, έδειχνε σεβασμό, αλλά έλειψε εκείνη η έκρηξη, το χάος των circle pits και των mosh pits που παραδοσιακά συνοδεύει τέτοιες εμφανίσεις. Ίσως έφταιξε το γεγονός ότι η ατμόσφαιρα του Gagarin ήταν περισσότερο “αναμονή για τους The Haunted”, ίσως απλώς το κοινό να προτίμησε να παρακολουθήσει τη μπάντα με προσοχή παρά με ορμή. Όπως και να ’χει, η ένταση πάνω στη σκηνή δεν βρήκε το απόλυτο καθρέφτισμά της κάτω απ’ αυτήν.

Ο ήχος τους πλέον διαθέτει βάθος, πνοή, και μια αίσθηση ταυτότητας που ξεχωρίζει. Οι κιθάρες μπλέκονταν με ψυχεδεμένη οργή, χτίζοντας περάσματα που έφερναν στο νου τη σύγχρονη ευρωπαϊκή thrash σκηνή, αλλά με την ελληνική τους σφραγίδα.

Το φινάλε ήρθε εκρηκτικό, αν και η ενέργεια της μπάντας ξεπερνούσε κατά πολύ την ανταπόκριση του κοινού. Οι AMKEN άφησαν τη σκηνή με το κεφάλι ψηλά, έχοντας δώσει ένα σετ γεμάτο ένταση, δεξιοτεχνία και αποφασιστικότητα, παραδίδοντας ένα σετ που απέδειξε ότι βρίσκονται στη κορυφαία δημιουργική στιγμή της πορείας τους, ακόμη κι αν αυτή τη φορά το κοινό δεν “παραδόθηκε” ολοκληρωτικά.
Σε κάθε περίπτωση, όποιος τους είδε κατάλαβε ότι οι AMKEN είναι έτοιμοι για το επόμενο βήμα καθώς η φωτιά καίει ήδη.

Η ώρα είχε φτάσει και μετά από δύο καλοκουρδισμένα, φλεγόμενα support sets από τους I.See.Red και AMKEN, τα φώτα έσβησαν και ο χαρακτηριστικός βόμβος των ενισχυτών άφησε να διαφανεί το αναπόφευκτο, οι The Haunted επέστρεψαν στην Αθήνα, και το Gagarin 205 έμελλε να γίνει πεδίο μάχης.

Χωρίς φανφάρες, χωρίς περιττές εισαγωγές, η μπάντα όρμησε με το “Warhead”, κι από το πρώτο δευτερόλεπτο η ατμόσφαιρα μετατράπηκε σε καταιγίδα. Τα crowd surfing, τα circle pits και τα mosh pits ξεκίνησαν αυθόρμητα, σαν συλλογικό ένστικτο και δεν υπήρχε ανάγκη για κάλεσμα, καθώς το κοινό ήξερε. Ο Marco Aro, θεριό στη σκηνή, ζούσε κάθε στιγμή με απόλυτη συνείδηση του τι συνέβαινε γύρω του, φώναζε, γελούσε, προκαλούσε το κοινό, επικοινωνούσε με βλέμμα και σώμα. Όταν, σε ένα διάλειμμα ανάμεσα στα κομμάτια, δήλωσε γελώντας “I have the time of my life”, το έκανε χωρίς ίχνος υπερβολής και το βλέπαμε όλοι.

Η μπάντα, σαν καλοκουρδισμένη μηχανή θανάτου, κινήθηκε με επαγγελματισμό επιπέδου “χειρουργείου” και οπαδισμό επιπέδου πανηγυριού. Οι Pat Jensen και Ola Englund στα κιθαριστικά φωνοειδή riffing και στα κοψίματα που έμοιαζαν με λεπίδες, έστησαν ένα sound wall όπου τίποτα δεν έμενε όρθιο. Ο Jonas Björler, ψυχρός και σταθερός, έδινε ρυθμό με μπάσο που έτρεμε το πάτωμα, ενώ ο Adrian Erlandsson έπαιζε σαν να είχε δεμένα τα νεύρα του με τα τύμπανα και κάθε χτύπημα, ένα ξέσπασμα.

Το setlist ήταν ένα όνειρο για κάθε οπαδό. Από τα “In Fire Reborn”, “99” και “Trespass”, μέχρι το ασύλληπτο mid-set combo “The Flood”, “The Medication”, “D.O.A.” και “Brute Force”, η ένταση δεν έπεσε ποτέ. Ήταν σαν να περνούσες από κάθε εποχή των The Haunted μέσα σε μία ώρα, από το βίαιο thrash των πρώτων χρόνων μέχρι τη σύγχρονη, πιο groovy και καλλιτεχνικά ώριμη εκδοχή τους.

Και κάπου εκεί, όταν ένας φίλος από το κοινό φώναξε “Παίξε Thrash…”, ο Marco γύρισε, χαμογέλασε πλατιά και είπε κάτι στον Jensen. Όχι ότι καταλάβαινε αλλά ένιωθε από τα συμφραζόμενα της στιγμής. Δευτερόλεπτα μετά, ξεκίνησαν να παίζουν thrash, και από εκείνη τη στιγμή, το Gagarin εκτροχιάστηκε. Ο κόσμος μπήκε σε απόλυτη παραφορά και τα pits έγιναν ανεξέλεγκτα, οι crowd surfers έπεφταν με ρυθμό βροχής, και η μπάντα έμοιαζε να τρέφεται απ’ αυτό το χάος. Ήταν ένα πάρτι βίας, κάθαρσης και απόλαυσης.

Η αφιέρωση του “Hollow Ground” στον αείμνηστο Tomas Lindberg έφερε μια ανατριχιαστική στιγμή σιωπής και σεβασμού, πριν το συγκρότημα κατακλείσει τη βραδιά με ένα φονικό τρίπτυχο, “Bury Your Dead”, “Hate Song” και “Bullet Hole”. Τα φώτα άναψαν, η μπάντα χειροκροτήθηκε με ευγνωμοσύνη, και ο Marco αποχαιρέτησε το κοινό με ένα πλατύ χαμόγελο, ολόιδιο με εκείνο που είχε από το πρώτο λεπτό.

Η εμφάνιση αυτή δεν ήταν απλώς επαγγελματική, ήταν μια επίδειξη δύναμης και ψυχής. Οι The Haunted έδειξαν γιατί θεωρούνται ένα από τα πιο τίμια, άμεσα και συναρπαστικά σχήματα του σύγχρονου metal, γιατί δεν παίζουν απλώς μουσική παρά τη ζουν, τη μοιράζονται, τη μεταδίδουν.
Και το Σάββατο βράδυ, στο Gagarin, τη μετέτρεψαν σε εμπειρία που δύσκολα θα ξεχάσει κανείς.
