Παρασκευή βράδυ βρέθηκα στο Black Temple, και πριν ακόμα σκεπάσει η σκιά των Tribulation τη σκηνή, οι The Black Capes ανέλαβαν να ανοίξουν τις πύλες του σκότους. Και το έκαναν με τρόπο ογκώδη, σχεδόν θεατρικό, χτίζοντας από νωρίς μια ατμόσφαιρα που έμοιαζε να αιωρείται ανάμεσα στην μεταλλική επιβλητικότητα και τη νουάρ μεταποκαλυπτική αισθητική του post punk.

Από τις πρώτες νότες, οι μπασογραμμές έγιναν το κεντρικό νεύρο της παράστασης με παχιές, στιβαρές, με εκείνη την υπόγεια δύναμη που θυμίζει Peter Hook να συντονίζει τα ηχεία ενός ναού.

Πάνω τους, τα κιθαριστικά riffs λειτούργησαν σαν γέφυρες ανάμεσα σε δύο κόσμους, από τη μία το goth/post-punk παρελθόν, από την άλλη η metal ενέργεια, με power-chord ξεσπάσματα που έφερναν στο νου τους Paradise Lost των μέσων ’90s να συναντούν τους Bauhaus μέσα σε ένα κατακόμβιο club.

Ο Alex S.W., με τη χαρακτηριστική του παρουσία, κινήθηκε σαν μαέστρος μιας μικρής αποκρυφιστικής λειτουργίας, χάρη στα φωνητικά του που εναλλάσσονταν ανάμεσα σε βαρύτονο σκοτάδι και επιβλητική απαγγελία, κρατώντας το κοινό σε μια σχεδόν υπνωτιστική προσήλωση.

Το φως έπαιζε με το καπνό, δημιουργώντας μία τελετουργική κατάσταση, και κάθε κομμάτι έκλεινε με έναν υπόκωφο παλμό που έμοιαζε να έρχεται κατευθείαν από τα έγκατα του μπασίστα.

Στο αποκορύφωμα, οι The Black Capes έδειξαν πως δεν είναι απλώς μια gothic μπάντα από την Αθήνα, αλλά ένα σχήμα που χτίζει με συνέπεια τον δικό του ήχο, κάπου ανάμεσα εκεί όπου το post-punk δεν φοβάται να αγκαλιάσει το metal, όπου η θεατρικότητα συναντά το doom, κι όπου η σκοτεινή αισθητική δεν είναι πόζα, παρά είναι ταυτότητα.

Όταν τα φώτα έσβησαν και η σκηνή ετοιμαζόταν για τους Σουηδούς headliners, το κοινό είχε ήδη μπει στο mood. Ο δρόμος για την τελετουργία είχε ανοίξει, και οι Black Capes είχαν φροντίσει να τον στρώσουν με μαύρα ροδοπέταλα και ηλεκτρισμό.

Μετά την τελετουργική εισαγωγή των Black Capes, το Black Temple βυθίστηκε σε μια σχεδόν μυστικιστική σιωπή. Και τότε, μέσα από τον καπνό και τα κόκκινα φώτα, οι Tribulation εμφανίστηκαν σαν φαντάσματα από κάποιο γοτθικό όνειρο.

Από τις πρώτες νότες, έγινε φανερό πως η μπάντα δεν είναι πια το ακραίο death metal σχήμα των πρώτων χρόνων, αλλά μια οντότητα που ισορροπεί ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, στο riff και τη μελωδία, στο σώμα και το πνεύμα.

Η ατμόσφαιρα που δημιούργησαν ήταν σχεδόν απτή με ένα σκοτεινό πέπλο που κάλυπτε το κοινό, φτιαγμένο από riffs που ανέδυαν θυμιάματα Paradise Lost, Tiamat και Crematory, μπλεγμένα με ηλεκτρονικές αναπνοές που θα ζήλευαν οι Depeche Mode.

Ο ήχος τους στο Black Temple ήταν πλούσιος, ογκώδης, γεμάτος κίνηση και κάθε τραγούδι έμοιαζε να κυλάει σαν τελετουργικό ποτάμι από το παρελθόν στο παρόν τους, από την εποχή του “The Horror” μέχρι την αισθητική του “Where the Gloom Becomes Sound”

Οι Adam Zaars και Joseph Tholl έδωσαν ένα πραγματικό θέαμα, και το βλέμμα δεν ήξερε πού να σταθεί. Ο Zaars, ακριβής και καθηλωτικός, ξετύλιγε μεθοδικά τα riffs σαν σκιά πάνω στη σκηνή, ενώ ο Tholl, με τις περίτεχνες πιρουέτες και τις θεατρικές κινήσεις του, έμοιαζε περισσότερο με φιγούρα από πίνακα του Fuseli παρά με κιθαρίστα. Κάθε του κίνηση, κάθε στροβιλισμός, έδινε ρυθμό στη νύχτα, σαν να χόρευε μαζί με τον ήχο της κιθάρας του.

Στο κέντρο, ο Johannes Andersson στάθηκε σαν άξονας σταθερότητας. Η φιγούρα του, γειωμένη και στιβαρή, έδινε βάρος σε κάθε χτύπο του Oscar Leander, με τον οποίο συνέθεσαν ένα ρυθμικό δίδυμο για… βραβείο Oscar. Το μπάσο και τα τύμπανα χτυπούσαν σαν μια καρδιά κάτω από τα πάντα, προσδίδοντας στον ήχο εκείνη τη ζωτική παλμικότητα που έκανε τα κομμάτια να ανασαίνουν.

Η μοναδική παραφωνία, κυριολεκτικά, ήταν τα χαμηλά φωνητικά του Andersson, σε στιγμές έμοιαζε να ψιθυρίζει πίσω από τοίχο από ήχο και καπνό. Μόνο μέσω lip reading μπορούσε κανείς να διακρίνει τους στίχους και όμως, ακόμα κι έτσι, το σκοτεινό του timbre αντηχούσε σαν σκιά μέσα στο σύνολο, περισσότερο αίσθηση παρά λέξη.

Καθώς το σετ πλησίαζε το τέλος του, οι Tribulation απέδειξαν για ακόμη μια φορά ότι είναι μια μπάντα πέρα από ταμπέλες. Σμίγουν την αύρα του goth με την επιθετικότητα του metal, το λυρικό με το αποκρουστικό, και μέσα από αυτή τη συνεχή αντίθεση δημιουργούν κάτι μοναδικό, κάτι βαθιά δικό τους.

Στο Black Temple, η νύχτα έμοιαζε να κρατάει περισσότερο απ’ όσο συνήθως. Και όταν έσβησαν τα φώτα, αυτό που έμεινε ήταν μια αίσθηση σκοτεινής ευφορίας με το αποτύπωμα μιας μπάντας που ξέρει να κάνει το σκοτάδι να χορεύει.
